συμβολικῆς

συμβολικῆς
συμβολικός
of
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Μίνσκι, Μάρβιν — (Marvin Minsky, Νέα Υόρκη 1927 –). Αμερικανός ηλεκτρολόγος μηχανικός, επιστήμονας ηλεκτρονικών υπολογιστών. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Χάρβαρντ και του Πρίνστον και στη συνέχεια δίδαξε στις σχολές Ηλεκτρολόγων Μηχανικών, Επιστήμης Υπολογιστών… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • ακτιβισμός — Φιλοσοφική θεωρία που τοποθετεί ως θεμέλιο της ηθικής και ως απόλυτο κριτήριο της αξίας της την καταδήλωση της ζωτικής ενέργειας και τη θέληση για επιβολή και εξουσία. Έτσι, ο α. εκφράζει την τάση προς ανάπτυξη δραστηριότητας και τονίζει τη… …   Dictionary of Greek

  • θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • πι — το / πῑ, ΝΜΑ άλλη γραφή τού πει, τής ονομασίας τού 16ου γράμματος τού ελληνικού αλφαβήτου νεοελλ. φρ. α) «στο πι και φι» αμέσως, την ίδια στιγμή, στο άψε σβήσε, φράση που προήλθε εξαιτίας τής συμβολικής έννοιας, κατά τον Μεσαίωνα, τών γραμμάτων π …   Dictionary of Greek

  • πραγματισμός — (pragmatisme). Τάση της σύγχρονης φιλοσοφίας της οποίας το όνομα (από την ελληνική λέξη πράγμα) υπογραμμίζει ότι το κριτήριο για την αξιολόγηση κάθε θεωρητικής αρχής αποτελείται από τις πρακτικές συνέπειες που προκύπτουν από αυτήν, θεμελιωτής της …   Dictionary of Greek

  • προσβόλιον — τὸ, Α [προσβολή] σημείο συμβολικής επαφής δύο αντικειμένων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”